σπερματισμός

σπερματισμός
ο
1. εκσπερματισμός, παραγωγή σπέρματος.
2. βιολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία το σπέρμα παίζει το βασικότερο ρόλο στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του εμβρύου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπερματισμός — ο, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα τού άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τού εμβρύου μσν. γονιμοποίηση μσν. αρχ. 1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ. β. «[τὰ λάχανα]… …   Dictionary of Greek

  • σπερματισμοῖς — σπερματισμός production of seed masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμούς — σπερματισμός production of seed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμῷ — σπερματισμός production of seed masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματισμόν — σπερματισμός production of seed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποσπερμάτιση — η κ. σπερματισμός, ο (Μ ἀποσπερμάτισις, σπερματισμός) η εκσπερμάτωση …   Dictionary of Greek

  • семенение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. σπερματισμός) оплодотворение.  … …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”